- αναλογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που γίνεται κατά αναλογία προς κάτι: Τα κέρδη μοιράστηκαν αναλογικά προς το κεφάλαιο που καθένας είχε βάλει.2. αυτός που έχει αναλογία, συμμετρία: Τα μέρη ενός ενιαίου όλου πρέπει να είναι και μεταξύ τους αναλογικά.3. «αναλογικά αριθμητικά», αυτά που λήγουν σε -πλάσιος, -πλάσια, -πλάσιο.4. «αναλογικό εκλογικό σύστημα» ή απλώς «αναλογική», εκλογικό σύστημα κατά το οποίο κάθε πολιτική μερίδα αντιπροσωπεύεται στο κοινοβούλιο ανάλογα με τις ψήφους που πήρε στις εκλογές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.