αναλογικός

αναλογικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που γίνεται κατά αναλογία προς κάτι: Τα κέρδη μοιράστηκαν αναλογικά προς το κεφάλαιο που καθένας είχε βάλει.
2. αυτός που έχει αναλογία, συμμετρία: Τα μέρη ενός ενιαίου όλου πρέπει να είναι και μεταξύ τους αναλογικά.
3. «αναλογικά αριθμητικά», αυτά που λήγουν σε -πλάσιος, -πλάσια, -πλάσιο.
4. «αναλογικό εκλογικό σύστημα» ή απλώς «αναλογική», εκλογικό σύστημα κατά το οποίο κάθε πολιτική μερίδα αντιπροσωπεύεται στο κοινοβούλιο ανάλογα με τις ψήφους που πήρε στις εκλογές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναλογικώτερον — ἀναλογικός based on mathematical ratios adverbial comp ἀναλογικός based on mathematical ratios masc acc comp sg ἀναλογικός based on mathematical ratios neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογικόν — ἀναλογικός based on mathematical ratios masc acc sg ἀναλογικός based on mathematical ratios neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογικοί — ἀναλογικός based on mathematical ratios masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογικῆς — ἀναλογικός based on mathematical ratios fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογικῇ — ἀναλογικός based on mathematical ratios fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογική — ἀναλογικός based on mathematical ratios fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογικήν — ἀναλογικός based on mathematical ratios fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογικῶς — ἀναλογικός based on mathematical ratios adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογικῷ — ἀναλογικός based on mathematical ratios masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Analógico — ► adjetivo 1 Análogo, afín, sinónimo. ANTÓNIMO diferente 2 TECNOLOGÍA Se aplica al aparato que tiene un mecanismo configurado por analogía a las leyes matemáticas: ■ se compró un reloj analógico. 3 LINGÜÍSTICA Que sigue el procedimiento de la… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”